Έγραψε πάλι η art.em.is.free@gmail.com
JEFF BRIDGES - "Ο μεγάλος "
Στην ταινία “Crazy Heart”(2009), μια ιστορία τόσο συνηθισμένη που αλλιώς θα περνούσε απαρατήρητη, ο Jeff Bridges υποδύεται με μαεστρία τον Bad Blake, έναν 57χρονο αλκοολικό τραγουδιστή της Country που αναγκάζεται να παίζει σε ξεχασμένα από το Θεό μέρη της Αμερικάνικης επαρχίας προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην. Η παρουσία του Bridges φέρνει στην οθόνη μια σπάνια αυθεντικότητα η οποία προφανώς συγκίνησε την Ακαδημία τόσο πολύ ώστε να αγνοήσει φέτος την (για πολλούς) εξαιρετική ερμηνεία του συνυποψήφιού του Jeremy Renner (“Hurt Locker”- 2009) και να απονήμει στον Jeff Bridges το πολυπόθητο αγαλματάκι- ένα Όσκαρ το οποίο του ξέφυγε τις προηγούμενες τέσσερις φορές στις οποίες ήταν υποψήφιος.
«Ο μεγάλος Λεμπόφσκι»
Για τους σινεφίλ, ο Jeff Bridges ήταν ήδη μια cult φιγούρα πολύ πριν αποφασίσει να τον τιμήσει η Ακαδημία. Στις συνειδήσεις των κινηματογραφόφιλων λειτουργεί η εξίσωση «Bridges ίσον Big Lebowski», ο κωμικός πρωταγωνιστής της ομώνυμης ταινίας του 1998 των Αδελφών Coen «The Big Lebowski». Ευτυχώς για τους φαν οι αρχικές αμφιβολίες του για το αν θα έπρεπε να αναλάβει τον αντικομφορμιστικό ρόλο δεν υπερίσχυσαν. Ο Lebowski, ή αλλιώς “The Dude”, ο «πιο τεμπέλης άντρας στην κομητεία του Los Angeles» σύμφωνα με τον αφηγητή του φιλμ, είναι ένας καπώς υπέρβαρος πρώην roadie των Metallica που ζει παίζοντας bowling, πίνοντας κοκτέιλ White Russian και καπνίζοντας χασίς, ντυμένος με βερμούδες και πλαστικά πέδιλα σαν τα αλητάκια που τριγυρνάνε στις παραλίες της Καλιφόρνια.
Ο Jeff Bridges είναι άλλωστε γέννημα-θρέμμα του Los Angeles και κυριολεκτικά προορισμένος από την κούνια να γίνει ηθοποιός. Γεννημένος στις 4 Δεκεμβρίου 1949, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην οθόνη στην ηλικία των… τεσσάρων μηνών – ως βρέφος στην ταινία “The Company She Keeps” (1950). Στην ηλικία των 8 ετών ήταν ήδη ηθοποιός: συμπρωταγωνιστής του πατέρα του Lloyd Bridges και του αδελφού του Beau Bridges στην τηλεοπτική σειρά περιπέτειας «Sea Hunt» (1957-1961). «O πατέρας μου πάντα έλεγε, “θες αυτό το ρόλο”;» έχει δηλώσει ο Jeff το 1999. «”Θα λείψεις από το σχολείο για καμιά δυο βδομάδες”. Και όταν είσαι οχτώ χρονών, έχει κατά κάποιο τρόπο πλάκα». Από τον πατέρα του πήρε όχι μόνο τις πρώτες του ευκαιρίες αλλά και τα πρώτα του μαθήματα καριέρας, βλέποντάς τον να παίζει ξανά και ξανά τον ίδιο ρόλο μετά το “Sea Hunt”: πρέπει κανείς να στοχεύει στην ποικιλία. « Έχω παίξει πολλούς διαφορετικούς ρόλους και δεν δημιούργησα μια persona στην οποία μπορεί το κοινό να σκαλώσει. Έχω παίξει τα πάντα, από ψυχοπαθείς δολοφόνους ως ρομαντικούς πρωταγωνιστές», λέει χαρακτηριστικά, δίνοντας την αιτία για την οποία δεν είχε δημοφιλείς επιτυχίες όπως άλλοι ηθοποιοί της γενιάς του που είναι και ανάλογοι των ικανοτήτων του. Ο Jeff Bridges εκτός από την εμπειρική εκπαίδευση που έλαβε από την οικογένειά του, σπούδασε υποκριτική στο Herbert Berghof Studio στη Νέα Υόρκη.
«Η μεγάλη Ληστεία της Μοντάνα»
Η πρώτη ταινία όπου ο Jeff Bridges έκανε αίσθηση ήταν στην «Τελευταία Παράσταση» (“The Last Picture Show” - 1971) του Peter Bogdanovich, όπου υποδήθηκε τον γοητευτικό νεαρό Duane Jackson. Ήταν η πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, στην ηλικία μόλις των 23 ετών. Ακολούθησε η σημαντική συνεργασία με τον John Huston στο “Fat City” (1972) και το “Bad Company” (1972) του Robert Brenton πριν εντυπωσιάσει ξανά στο «The Last American Hero» (1973) και επιβεβαιωθεί υποκριτικά στην μεταφορά του θεατρικού έργου του Ευγένιου Ο’ Νηλ «The Iceman Cometh» (1973) στην οθόνη από τον John Frankenheimer. Ωστόσο η αποκάλυψη του ταλέντου του ήταν το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Michael Cimino “Thunderbolt and Lightfoot” (στα ελληνικά «Η μεγάλη Ληστεία της Μοντάνα» - 1974) όπου υποδύθηκε τον «Ελαφροπάτητο» Lightfoot και έκλεψε την παράσταση από τον συμπρωταγωνιστή του Clint Eastwood, κερδίζοντας παράλληλα άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Επίσης την ίδια δεκαετία τον είδαμε να συμπρωταγωνιστεί με την Jessica Lange στο “King Kong” (1976).
Για τον ίδιο τον ηθοποιό, ήταν η ταινία του Frankenheimer που καθόρισε την απόφασή του να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός: «Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήμουν σίγουρος αν θα έκανα την ηθοποιία το κέντρο της προσοχής μου, επαγγελματικά» έχει πει σχετικά. «Ενδιαφερόμουν για την μουσική, την ζωγραφική και άλλες δημιουργικές επιδιώξεις. Έκανα τις ταινίες με μια στάση σαν από καπρίτσιο- δεν ήμουν και τόσο σοβαρός όσο ένας απόλυτα επαγγελματίας. Ύστερα ήρθε το “The Iceman Cometh”. Κάναμε οκτώ βδομάδες πρόβες και μετά γυρίσματα για δυο βδομάδες. Οπότε ήταν σχεδόν το αντίθετο από τον τρόπο με τον οποίο γυρίζονται οι περισσότερες ταινίες. Ήταν εξαιρετικά διαφωτιστικό. Μετά από αυτή την εμπειρία αποφάσισα ότι μπορώ να το κάνω αυτό για την υπόλοιπη ζωή μου με έναν επαγγελματικό τρόπο».
«Starman»
Η επόμενη υποψηφιότητα του Bridges για Όσκαρ ήρθε με την ταινία επιστημονικής φαντασίας του John Carpenter “Starman” (1984). Από τη διαδικασία των γυρισμάτων δημιουργήθηκε επίσης μια φιλία ζωής για τους δυο άντρες. Ο Carpenter έχει δηλώσει για το θέμα: «ο Τζεφ είναι ο καλύτερος, ως ηθοποιός και ως άνθρωπος. Είναι μακράν ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του». Η δεκαετία επιφύλασσε και επιτυχίες και αποτυχίες στον Jeff Bridges. Από τη μια το επικό "Heaven's Gate" (1980) του Michael Ciminο το οποίο «σκότωσε» το studio, και από την άλλη εμπορικές επιτυχίες όπως το "Against All Odds" (1984) του Taylor Hackford. Ένα χρόνο αργότερα, ο Bridges απόλαυσε την πιο κερδοφόρα επιτυχία του, το θρίλερ "Jagged Edge" (1985), με συμπρωταγωνίστρια την Glenn Close.
Από τη δεκαετία αυτή αξίζει να σημειώσουμε επίσης το sci-fi cult classic “Tron” (1982) και τις συνεργασίες του με τον Sidney Lumet στο «The Morning After» (1986) και με τον Francis Ford Coppola στο "Tucker: The Man and His Dream" (1988) όπου ο Jeff δούλεψε ξανά με τον πατέρα του, Lloyd, καθώς και το "The Fabulous Baker Boys" (1989) όπου είχε την ευκαιρία να δουλέψει μαζί με τον αδελφό του, Beau. H ταινία έχει μείνει στη μνήμη των σινεφίλ για την σκηνή όπου η Michelle Pfeiffer τραγουδά το «Makin’ Whoopee» ξαπλωμένη πάνω στο πιάνο. Η εξαιρετική της παρουσία τιμήθηκε με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου. «Πέρασα πολύ καλά κάνοντας εκείνη την ταινία» θυμάται τώρα ο Bridges. «Είχε τόσο θαυμάσια μουσική- όλα εκείνα τα κλασικά ποπ και τζαζ κομμάτια. Και το “Crazy Heart”, αρχικά το προσπέρασα όταν ακόμη δεν είχε συναπτόμενη μουσική. Αλλά έναν χρόνο μετά, ο φίλος μου T-Bone Burnett (που σημειωτέον κέρδισε Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού φέτος για το “Crazy Heart”) είπε ότι ενδιαφέρεται να κάνει τη μουσική και τότε είπα 'Oh God, let’s go!’ Έτσι, πολλά τραγούδια γράφτηκαν για μένα». Ένα από τα κρυφά ταλέντα του Jeff Bridges είναι βλέπετε η κιθάρα. Το άλλο, είναι η σταθερότητα στις σχέσεις του. Είναι παντρεμένος επί 33 χρόνια με την Suzan Geston και έχουν 3 κόρες, τις Isabelle, Jessica, και Hayley.
«The Contender»
Μέχρι την επόμενη υποψηφιότητά του, στο πολιτικό δράμα «Η Αντιπρόεδρος» για τον ρόλο του ως μηχανορράφου Προέδρου ("The Contender" -2000) και το μουσικό του ντεμπούτο «Be Here Now» την ίδια χρονιά (όπου ξεχωρίζουν οι συμμετοχές των Michael McDonald and David Crosby) μεσολάβησαν τα 90’s και μια σειρά από θετικές και αρνητικές επιλογές ρόλων. Στα συν πρέπει να προσθέσουμε τη δραματική κομεντί του Terry Gilliam "The Fisher King" (1991), με συμπρωταγωνιστή τον Robin Williams, την εξαιρετική ερμηνεία του Bridges στο «Fearless» (1993) και το πολύ καλό θρίλερ του Mark Pellington “Arlington Road” (1999) όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Tim Robbins. Στα μείον βρίσκονται τα "Blown Away" (1994), με τον Tommy Lee Jones, και δύο ταινίες με την Saron Stone, τα «The Muse»(1999) και “Simpatico” (1999), καθώς και μια σειρά από ταινίες που απέτυχαν στα ταμεία αν και ήταν καλές προσπάθειες: "American Heart" (1993) του Martin Bell, "Wild Bill" (1995) του Walter Hill, και "White Squall" (1996) του Ridley Scott. Ο Jeff Bridges δοκίμασε και το κωμικό του ταλέντο στην ρομαντική κομεντί "The Mirror Has Two Faces" (1996) με συμπρωταγωνίστρια την Barbra Streisand με έναν μάλλον θετικό απολογισμό. Η δεκαετία του ‘90 χάρισε στον ηθοποιό εκτός των άλλων κι ένα αστέρι στο Hollywood Walk of Fame.
«The Iron Man»
Την τελευταία δεκαετία είδαμε τον Jeff Bridges σε μια σειρά από πολύ ενδιαφέροντες ρόλους. Ως Δόκτωρ Mark Powell στο “K-Pax” (2001), του Iain Softley μαζί με τον Kevin Spacey, ως Charles Howard στο “Seabiscuit” (2003), του Gary Ross με τον Tobey Macguire, και στο "Masked & Anonymous" (2003), με τον Bob Dylan. Ο Jeff Bridges δάνεισε επίσης τη φωνή του στο ξεκαρδιστικό animation “Surf’s Up”(2007) όπου ήταν απίθανος ως μέντορας και πρώην πρωταθλητής του surfing ”Big Z”. Οι εμφανίσεις του στα “Tideland” (2005) του Terry Gilliam και “Stick It” (2006) της Jessica Bendinger δεν έχουν κάτι σημαντικό να προσθέσουν στη φιλμογραφία του. Αξίζει να σημειώσουμε όμως την υποστήριξη που παρείχε στον Terry Gilliam για το ντοκυμαντέρ «Lost in La Mancha», την αφήγηση του οποίου ανέλαβε ο Bridges, όπου παρακολουθήσαμε το χρονικό της καταστροφής στα γυρίσματα της ταινίας του Gilliam «Δον Κιχώτης» στην Ισπανία.
Το κοινό πρόσεξε επίσης τον Jeff Bridges και στο ρόλο του Obadiah Stane στην εμπορική επιτυχία “Iron Man” (2008), όπου έπαιξε τον δεύτερο στην ιεραρχία της «Βιομηχανίας Stark» δίπλα στον πρώτο, άσωτο υιό Tony Stark (Robert Downey, Jr.) ενώ τελευταία τον είδαμε στην κωμωδία «How to Lose Friends and Alienate People» (2008) και στην σάτιρα “The Men Who Stare at Goats” (2009) δίπλα στον George Clooney. Φέτος θα πρωταγωνιστήσει στην αναβίωση του «Tron», το sequel “Tron Legacy” με ένα cast που περιλαμβάνει τους Martin Sheen, Olivia Wilde και John Hurt, ενώ συμμετέχει και στην επόμενη ταινία των Αδελφών Coen “True Grit”, δίπλα στους Matt Damon και Josh Brolin.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Libre (Απρίλιος 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου