Λιγομίλητος και προσεκτικός, με έμφαση στη λεπτομέρεια και σκληρά εργαζόμενος στην έρευνα για κάθε του ρόλο, ο Benicio παραδέχεται ότι ο Τσε «ήταν ο πιο δύσκολος ρόλος μου, γιατί είναι τόσο περίπλοκος χαρακτήρας. Είναι διανοούμενος και ταυτόχρονα άνθρωπος της δράσης, και εκεί ακριβώς έγκειται η περιπλοκότητά του. Στις περισσότερες ταινίες, έχεις τον τύπο που σκέφτεται ή τον τύπο που δρα. Ο Τσε είναι όλα αυτά σε ένα». Τελειομανής ο Del Toro, όπως και ο σκηνοθέτης, Steven Soderbergh: για τα γυρίσματα των 78 ημερών στην ζούγκλα χρειάστηκε να ξεχάσουν την αγαπημένη τους συνήθεια των πολλαπλών λήψεων (που χάρισε και στους δυο διακρίσεις στα Όσκαρ για το Traffic), και να υιοθετήσουν μια πιο «αντάρτικη» τακτική, αυτή του γρήγορου master shot.
Γυρισμένο μέσα σε τέσσερις μήνες σε πέντε διαφορετικές χώρες (Ισπανία, Βολιβία, Μεξικό, Η.Π.Α. και Πουέρτο Ρίκο) το τετράωρο έπος του Soderbergh χρειάστηκε 7 χρόνια έρευνας για να ολοκληρωθεί και επικεντρώνεται στην άνοδο του Τσε Γκεβάρα στην Κούβα από γιατρός σε «Κομαντάτε», στον ρόλο του στην ανατροπή του διεφθαρμένου καθεστώτος Μπατίστα, καθώς και στην Βολιβιανή καμπάνια που ακολούθησε την Κουβανική Επανάσταση. Στην ερώτηση «τι είναι αυτό που χαρακτήριζε τον Τσε και τον έκανε αυτόν που ήταν» ο Benicio Del Toro απαντά: «πιστεύω πως ήταν η επιμονή και η ηθική του. Τον κινούσε τόσο πολύ η πάλη ενάντια στην αδικία, το να αντιστέκεται για χάρη των ξεχασμένων, το να είναι με το μέρος των ηττημένων. Όπως ο Ιησούς, κατά κάποιον τρόπο, μόνο που ο Ιησούς θα γυρνούσε και το άλλο μάγουλο. Ο Τσε δεν το έκανε. Όμως ο Τσε δεν τρομοκρατούσε τους ανθρώπους, όπως τον κατηγόρησαν κάποιοι- ότι ήταν τάχα άνθρωπος της εξουσίας».
Ο Benicio Monserrate Rafael del Toro Sánchez, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1967 και μεγάλωσε στο Santurce του Puerto Rico. Είναι περισσότερο γνωστός ως σήμερα για τους β’ ρόλους του ως Fred Fenster στο The Usual Suspects (1995), ως Javier Rodríguez στο Traffic (2000), ως Jackie Boy στο Sin City (2005), ως Dr Gonzo στο Fear and Loathing in Las Vegas (1988), και ως Franky Four Fingers στο Snatch (2000). Χρειάστηκαν 8 χρόνια δουλειάς σε τηλεοπτικές σειρές (παραδείγματος χάρη το Miami Vice, 1987) και ως κομπάρσος (στο βίντεο κλιπ της Madonna “La Isla Bonita” όπου υποδύεται ένα αγόρι που κάθεται στο καπώ ενός αυτοκινήτου!) μέχρι τους «Συνήθεις Υπόπτους» που έστρεψε πάνω του την προσοχή του κοινού.
Παραδόξως, παρά τη θέρμη και την αφοσίωσή του στο επάγγελμά του, ο Benicio μπήκε αργά στο παιχνίδι της τέχνης γιατί δεν φανταζόταν ότι θα γινόταν ηθοποιός. Όντας ο γιος δύο δικηγόρων, του Gustavo Adolfo del Toro Bermúdez και της Fausta Sánchez Rivera, ήταν προορισμένος να γίνει και ο ίδιος δικηγόρος αλλά αργότερα ακολούθησε την συμβουλή του πατέρα του να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων. Ο αδελφός του, Gustavo, μεγαλύτερος σε ηλικία από τον ίδιο, έγινε γιατρός (παιδίατρος ειδικευμένος στην ογκολογία). Οι αγαπημένες του ταινίες όσο ήταν παιδί ακόμα στο Πουέρτο Ρίκο ήταν ταινίες με τέρατα: Frankenstein, The Wolf Man, The Creature From The Black Lagoon.
Δυο χρόνια μετά τον "Τσε" ο Ντελ Τόρο
πρωταγωνιστεί στον "Λυκάνθρωπο"
Όταν ήταν 9 ετών, η μητέρα του πέθανε από ηπατίτιδα. Αν και μικρός σε ηλικία «το δέχτηκε καλά, σαν γεγονός που είναι μέρος του δέντρου της ζωής». Μια από τις αναμνήσεις που έχει από την μητέρα του είναι ότι είχαν δει μαζί στον κινηματογράφο την ταινία «Ο Πεταλούδας» (με πρωταγωνιστές τους Steve McQueen και Dustin Hoffman). Όταν αργότερα παρέλαβε το ‘Οσκαρ για το Traffic, θυμάται τον Hoffman να είναι κάτω στο κοινό που τον χειροκροτούσε, μια άκρως σουρεαλιστική για τον ίδιο, σκηνή!
Αν και ψηλός και επιβλητικός ως παρουσία σήμερα, αντιθέτως στα παιδικά του χρόνια το παρατσούκλι του ήταν "Skinny Benny" (ο κοκαλιάρης Μπένι). Αγαπούσε ιδιαίτερα το μπάσκετ και ασχολήθηκε πολύ με αυτό. Όχι ιδιαίτερα θρησκευόμενος ως ενήλικας, αν και από καθολική οικογένεια, σπούδασε στην Academia del Perpetuo Socorro (Η Ακαδημία της Παναγίας της Αιώνιας Αρωγής), ένα ρωμαιοκαθολικό σχολείο στο Miramar του Puerto Rico. Στην ηλικία των 13, ο πατέρας του Del Toro μετακόμισε σε μια φάρμα στο Mercersburg της Pennsylvania, όπου ο Benicio έβγαλε το Λύκειο.
Όταν αποφοίτησε, ο Del Toro γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Ντιέγκο. Αρχικά φοιτητής για Business Degree, κάποια στιγμή του τράβηξε το ενδιαφέρον μια θεατρική παράσταση της φοιτητικής ομάδας του Πανεπιστημίου, στην οποία για να πάρει μέρος έπρεπε να έχει κατεύθυνση το Θέατρο. Άλλαξε λοιπόν έτσι την κατεύθυνση του πτυχίου του (χωρίς να το πει στον πατέρα του…) και πήρε μέρος στην παράσταση, με αποτέλεσμα όταν εκείνος το έμαθε να μην του μιλά για ένα χρόνο! Με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο ξεκίνησε τις σπουδές του στην Υποκριτική, παίρνοντάς το πολύ ζεστά στη συνέχεια, με την παρακολούθηση των σεμιναρίων των Stella Adler και Arthur Mendoza στο Λος Άντζελες, καθώς και του Circle in the Square Theatre School στη Νέα Υόρκη. Από κει και πέρα «για μένα ήταν σαν γάμος» έχει πει. «Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα δώσω μια ευκαιρία και αν δεν τα καταφέρω, θα τα παρατήσω σε 5 χρόνια και θ’ αλλάξω καριέρα».
Μετά τα πρώτα δειλά του βήματα σε τηλεοπτικές σειρές, ακολούθησε η συμμετοχή του σε ταινίες, με το ντεμπούτο του στα Big Top Pee-wee (1988) και Licence to Kill (1989), για το οποίο ο 21χρονος Del Toro απέκτησε την διάκριση του νεότερου ηθοποιού σε ρόλο αντιπάλου του James Bond στην ιστορία. Αν και οι δυο ταινίες θεωρήθηκαν αποτυχίες στο box office, ο Del Toro συμμετείχε στη συνέχεια σε μια σειρά από ταινίες που του έδωσαν τη δυνατότητα να δουλέψει δίπλα σε σημαντικούς καλλιτέχνες του χώρου όπως ο Sean Pen στο The Indian Runner (1991), Ed Harris στο China Moon (1991), ο Marlon Brando στο Christopher Columbus: The Discovery (1992), οι John Cusack και Michael Madsen στο Money for Nothing (1993), ο Peter Weir στο Fearless (1993) και τέλος ο Kevin Spacey στο Swimming with Sharks (1994) με τον οποίο θα συνεργαζόταν ξανά την επόμενη χρονιά για το εξαιρετικά δημοφιλές Usual Suspects (1995).
Η καριέρα του απογειώθηκε τη χρονιά εκείνη με την εξαιρετική ερμηνεία του στην ταινία αυτή του Bryan Singer, όπου υποδυόταν τον Fred Fenster, έναν «συνήθη ύποπτο» που ψέλλιζε ευφυολογήματα. Αν και στο σενάριο ο χαρακτήρας αυτός σχεδόν «δεν υπήρχε» σύμφωνα με τον συμπρωταγωνιστή του Kevin Pollak, στον οποίο είχε γίνει επίσης πρόταση για τον ρόλο, ο Del Toro τον έφτιαξε από το μηδέν με αποτέλεσμα να «κλέβει» τη σκηνή όταν εμφανιζόταν. Ο ρόλος του έδωσε ένα Independent Spirit Award στην κατηγορία του Καλύτερου Β’ ανδρικού και τον καθιέρωσε ως ηθοποιό χαρακτήρων. Αυτό τον οδήγησε σε πιο δυνατούς ρόλους σε μικρές και μεγάλες παραγωγές, όπως ως Gaspare στο The Funeral (1996) του Abel Ferrara και ως Benny Dalmau στο Basquiat (1996) του Julian Schnabel, για τον οποίο ξανακέρδισε το ίδιο βραβείο!
Ο Del Toro έχει επίσης συνεργαστεί με τον Robert De Niro στο θρίλερ The Fan, όπου έπαιξε τον Juan Primo, έναν χαρισματικό παίκτη του μπέιζμπωλ. Επίσης, συνεργάστηκε με τον Terry Gilliam στο Fear and Loathing in Las Vegas, τη διασκευή του βιβλίου του Hunter S. Thompson, ταινία για την οποία έβαλε περίπου 18 κιλά για να παίξει τον Dr. Gonzo. Το σουρεαλιστικό αυτό αριστούργημα του Gilliam τον καθιέρωσε ως καλτ φιγούρα στη συνείδηση του κοινού.
Δυο χρόνια μετά, ο Benicio Del Toro κέρδισε τη φήμη με την συμμετοχή του σε μια σειρά από υπερπαραγωγές όπως το Traffic του Steven Soderbergh, το The Way of the Gun του Christopher McQuarrie (σεναριογράφος των Usual Suspects), και το Snatch του Guy Ritchie. Το 2000 ήταν η χρονιά του αφού ως Javier Rodriguez, ένας Μεξικανός αστυνομικός που παλεύει για να παραμείνει τίμιος μέσα στην διαφθορά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών που συμβαίνει στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, είχε έναν ως επί το πλείστον ισπανόφωνο ρόλο, και παρέδωσε μια ερμηνεία που κυριάρχησε στην ταινία και του χάρισε το Όσκαρ.
Την επόμενη χρονιά έπαιξε στο The Pledge (2001) του Sean Penn. Το 2003 εμφανίστηκε στα The Hunted, δίπλα στον Tommy Lee Jones, και 21 Grams, δίπλα στους Sean Penn and Naomi Watts, στην εξαιρετική, δραματική ταινία του Alejandro González Iñárritu (σκηνοθέτη των Babel και Amores Perros) όπου κέρδισε για άλλη μια φορά υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού. Οι πιο πρόσφατοι ρόλοι του περιλαμβάνουν τη συμμετοχή του στη διασκευή του κόμικ του Frank Miller Sin City (2005), σε σκηνοθεσία Robert Rodriguez, στο Things We Lost in the Fire (2007), σε σκηνοθεσία της Susanne Bier με συμπρωταγωνιστή τη Halle Berry και τέλος, ως Che Guevara στα The Argentine και Guerrilla (τα οποία μαζί ως σύνολο τιτλοφορούνται Che – Μέρος α’ και β’).
To παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Libre τον Δεκέμβριο του 2008.
Όταν αποφοίτησε, ο Del Toro γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Ντιέγκο. Αρχικά φοιτητής για Business Degree, κάποια στιγμή του τράβηξε το ενδιαφέρον μια θεατρική παράσταση της φοιτητικής ομάδας του Πανεπιστημίου, στην οποία για να πάρει μέρος έπρεπε να έχει κατεύθυνση το Θέατρο. Άλλαξε λοιπόν έτσι την κατεύθυνση του πτυχίου του (χωρίς να το πει στον πατέρα του…) και πήρε μέρος στην παράσταση, με αποτέλεσμα όταν εκείνος το έμαθε να μην του μιλά για ένα χρόνο! Με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο ξεκίνησε τις σπουδές του στην Υποκριτική, παίρνοντάς το πολύ ζεστά στη συνέχεια, με την παρακολούθηση των σεμιναρίων των Stella Adler και Arthur Mendoza στο Λος Άντζελες, καθώς και του Circle in the Square Theatre School στη Νέα Υόρκη. Από κει και πέρα «για μένα ήταν σαν γάμος» έχει πει. «Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα δώσω μια ευκαιρία και αν δεν τα καταφέρω, θα τα παρατήσω σε 5 χρόνια και θ’ αλλάξω καριέρα».
Μετά τα πρώτα δειλά του βήματα σε τηλεοπτικές σειρές, ακολούθησε η συμμετοχή του σε ταινίες, με το ντεμπούτο του στα Big Top Pee-wee (1988) και Licence to Kill (1989), για το οποίο ο 21χρονος Del Toro απέκτησε την διάκριση του νεότερου ηθοποιού σε ρόλο αντιπάλου του James Bond στην ιστορία. Αν και οι δυο ταινίες θεωρήθηκαν αποτυχίες στο box office, ο Del Toro συμμετείχε στη συνέχεια σε μια σειρά από ταινίες που του έδωσαν τη δυνατότητα να δουλέψει δίπλα σε σημαντικούς καλλιτέχνες του χώρου όπως ο Sean Pen στο The Indian Runner (1991), Ed Harris στο China Moon (1991), ο Marlon Brando στο Christopher Columbus: The Discovery (1992), οι John Cusack και Michael Madsen στο Money for Nothing (1993), ο Peter Weir στο Fearless (1993) και τέλος ο Kevin Spacey στο Swimming with Sharks (1994) με τον οποίο θα συνεργαζόταν ξανά την επόμενη χρονιά για το εξαιρετικά δημοφιλές Usual Suspects (1995).
Η καριέρα του απογειώθηκε τη χρονιά εκείνη με την εξαιρετική ερμηνεία του στην ταινία αυτή του Bryan Singer, όπου υποδυόταν τον Fred Fenster, έναν «συνήθη ύποπτο» που ψέλλιζε ευφυολογήματα. Αν και στο σενάριο ο χαρακτήρας αυτός σχεδόν «δεν υπήρχε» σύμφωνα με τον συμπρωταγωνιστή του Kevin Pollak, στον οποίο είχε γίνει επίσης πρόταση για τον ρόλο, ο Del Toro τον έφτιαξε από το μηδέν με αποτέλεσμα να «κλέβει» τη σκηνή όταν εμφανιζόταν. Ο ρόλος του έδωσε ένα Independent Spirit Award στην κατηγορία του Καλύτερου Β’ ανδρικού και τον καθιέρωσε ως ηθοποιό χαρακτήρων. Αυτό τον οδήγησε σε πιο δυνατούς ρόλους σε μικρές και μεγάλες παραγωγές, όπως ως Gaspare στο The Funeral (1996) του Abel Ferrara και ως Benny Dalmau στο Basquiat (1996) του Julian Schnabel, για τον οποίο ξανακέρδισε το ίδιο βραβείο!
Ο Del Toro έχει επίσης συνεργαστεί με τον Robert De Niro στο θρίλερ The Fan, όπου έπαιξε τον Juan Primo, έναν χαρισματικό παίκτη του μπέιζμπωλ. Επίσης, συνεργάστηκε με τον Terry Gilliam στο Fear and Loathing in Las Vegas, τη διασκευή του βιβλίου του Hunter S. Thompson, ταινία για την οποία έβαλε περίπου 18 κιλά για να παίξει τον Dr. Gonzo. Το σουρεαλιστικό αυτό αριστούργημα του Gilliam τον καθιέρωσε ως καλτ φιγούρα στη συνείδηση του κοινού.
Δυο χρόνια μετά, ο Benicio Del Toro κέρδισε τη φήμη με την συμμετοχή του σε μια σειρά από υπερπαραγωγές όπως το Traffic του Steven Soderbergh, το The Way of the Gun του Christopher McQuarrie (σεναριογράφος των Usual Suspects), και το Snatch του Guy Ritchie. Το 2000 ήταν η χρονιά του αφού ως Javier Rodriguez, ένας Μεξικανός αστυνομικός που παλεύει για να παραμείνει τίμιος μέσα στην διαφθορά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών που συμβαίνει στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, είχε έναν ως επί το πλείστον ισπανόφωνο ρόλο, και παρέδωσε μια ερμηνεία που κυριάρχησε στην ταινία και του χάρισε το Όσκαρ.
Την επόμενη χρονιά έπαιξε στο The Pledge (2001) του Sean Penn. Το 2003 εμφανίστηκε στα The Hunted, δίπλα στον Tommy Lee Jones, και 21 Grams, δίπλα στους Sean Penn and Naomi Watts, στην εξαιρετική, δραματική ταινία του Alejandro González Iñárritu (σκηνοθέτη των Babel και Amores Perros) όπου κέρδισε για άλλη μια φορά υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού. Οι πιο πρόσφατοι ρόλοι του περιλαμβάνουν τη συμμετοχή του στη διασκευή του κόμικ του Frank Miller Sin City (2005), σε σκηνοθεσία Robert Rodriguez, στο Things We Lost in the Fire (2007), σε σκηνοθεσία της Susanne Bier με συμπρωταγωνιστή τη Halle Berry και τέλος, ως Che Guevara στα The Argentine και Guerrilla (τα οποία μαζί ως σύνολο τιτλοφορούνται Che – Μέρος α’ και β’).
To παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Libre τον Δεκέμβριο του 2008.