Παρασκευή 24 Απριλίου 2009
Τετάρτη 1 Απριλίου 2009
Hugh Jackman - Λύκος και Τζέντλεμαν
Hugh Jackman
Wolverine
Λύκος και Τζέντλεμαν
Καθώς οι φανατικοί περιμένουν με ανυπομονησία την πρεμιέρα του «Wolverine» (Χ-men: Origins) στις 30 Απριλίου, κάνουμε μια αναδρομή στις πιο σημαντικές στιγμές στην καριέρα του Hugh Jackman, του «Λύκου» που έγινε «Τζέντλεμαν» («Kate & Leopold» 2001), ή αλλιώς του ηθοποιού που έχει καταφέρει να τραβήξει στις αίθουσες τόσο αντιτιθέμενες πλευρές του κοινού όπως τα 16χρονα αγόρια που λατρεύουν τις ταινίες δράσης, και τις 35χρονες γυναίκες που αγαπούν τις γλυκανάλατες ταινίες με πρωταγωνίστρια τη Meg Ryan. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που ίσως μόνο ταινίες όπως η «6η Αίσθηση» έχουν επαναλάβει στο παρελθόν, και αυτό, από μόνο του, λέει πολλά για το ταλέντο και το χάρισμα του Αυστραλού ηθοποιού.
O Hugh Michael Jackman, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1968 στο
Η παιδεία του Hugh Jackman περιλαμβάνει μουσικές σπουδές (πιάνο, κιθάρα και βιολί) και ένα πτυχίο Δημοσιογραφίας από το University of Technology in Sydney. Αισθανόμενος ότι δεν έχει ούτε το ταλέντο, αλλά ούτε και το κίνητρο να ασχοληθεί επαγγελματικά με την Δημοσιογραφία, γράφτηκε στο Sydney's Actors' Centre όπου άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα για τρεις μέρες την εβδομάδα. Την περίοδο εκείνη του συνέβη το εξής ξεκαρδιστικό περιστατικό το οποίο διηγείται από τότε σαν ένα από τα καλύτερα ανέκδοτα που του έχουν τύχει: στο γυμναστήριο όπου πήγαινε, συνάντησε μια «Λευκή Μάγισσα» η οποία μόλις τον είδε, είχε ένα όραμα και χωρίς να έχουν καν συστηθεί, τον έπιασε και του είπε ότι θα γίνει «μεγάλο αστέρι» κι ότι πρέπει «οπωσδήποτε» να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός.
Την επόμενη ημέρα πήρε μέρος σε μια οντισιόν για την σαπουνόπερα «Neighbours» όπου και του προσέφεραν ένα συμβόλαιο για ένα χρόνο! Βλέποντας ότι θα μπορούσε να ζήσει από το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά νιώθοντας παράλληλα ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμος για τη σκηνή έκανε αίτηση στο W.A.A.P.A. (Western Australia Academy of Performing Arts), όπου και τον δέχθηκαν.
Έχοντας μόνο ένα Σαββατοκύριακο να αποφασίσει, τελικά απέρριψε το συμβόλαιο και πέρασε 3 χρόνια στο W.A.A.P.A. σπουδάζοντας θέατρο, από τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ μέχρι τους «Βάρβαρους» του Μαξίμ Γκόργκι. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του, το 1994, πήρε μέρος στην θεατρική παραγωγή «Πεντάμορφη και το Τέρας», στο ρόλο του Gaston, του μισητού μνηστήρα της Πεντάμορφης. Ήταν μια επιτυχημένη «πρώτη». Αν και ψηλός (1,89 μ.) και γεροδεμένος, ο Jackman για το ρόλο αυτό έπρεπε να φορά στολή με προσθετικά για να ανταποκρίνεται το παρουσιαστικό του στην υπερβολή που χαρακτηρίζει τον Gaston. Παρά την δυσκολία στην κίνηση, το ταλέντο του έλαμψε και χαιρετήθηκε ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος στο χώρο της υποκριτικής.
Την επόμενη χρονιά (1995) ο Jackman ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο τηλεοπτικό δράμα του A.B.C. "Corelli". Έπαιξε τον ρόλο του βίαιου, εκμεταλλευτή, πλην γοητευτικότατου φυλακισμένου Kevin Jones απέναντι στην Deborra-Lee Furness, η οποία πρωταγωνιστούσε ως η ομώνυμη Εγκληματολόγος/ Ψυχολόγος. Η τηλεοπτική τους σχέση οδήγησε γρήγορα σε μια πραγματική, και στον γάμο τους την επόμενη χρονιά (1996). Ο Jackman και η Furness παραμένουν παντρεμένοι μέχρι σήμερα και έχουν δυο παιδιά από υιοθεσία -καθώς στάθηκε αδύνατον για το ζευγάρι να τεκνοποιήσει, μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής τους, όπως ομολογούν και οι δυο.
Βρισκόμαστε στο 1996, οπότε και ακολούθησε ο ρόλος του ως Duncan Jones στην δημοφιλή τηλεοπτική σειρά “Snowy River: The McGregor Saga” (1996) πριν αναλάβει την παρουσίαση του “In Fashion" (Foxtel, 1997) και των Βραβείων του Australian Film Institute την ίδια χρονιά. Η χαρισματική φιγούρα του Hugh Jackman ως παρουσιαστή σημειώθηκε στα κατάστιχα των κυνηγών ταλέντων. Θα επαναλάβει παρόμοιες επιδόσεις στα βραβεία Tony μερικά χρόνια αργότερα, τα οποία παρουσίασε επί σειράς τριών ετών- καθώς και φέτος, σε μια θριαμβευτική εμφάνιση στην απονομή των Όσκαρ, όπου τραγούδησε, χόρεψε και έκανε το κοινό να γελάσει μέχρι δακρύων.
Το πραγματικό breakthrough του Jackman και η αναγνωρισιμότητά του στο μεγάλο παγκόσμιο χωριό ήρθε με την απόδοση του «μεταλλαγμένου» Logan (Wolverine), στο δημοφιλές "X-Men" (2000) του Brian Singer. Ο Jackman κατάφερε να μεταμορφώσει έναν χάρτινο υπερήρωα με άθραυστο σώμα και μεταλλικές δαγκάνες σε έναν αντι-ήρωα με προσωπικότητα, η εσωτερική πάλη του οποίου έχει ενδιαφέρον όχι μόνο για τα μεγάλα πλήθη, αλλά και για τους κριτικούς, και τους ακόμη πιο απαιτητικούς από αυτούς fan της ομώνυμης σειράς των comics της Marvel.
H επόμενη χρονιά (2001) ήταν εξαιρετικά πολυάσχολη για τον Hugh. Προσέδωσε ενδιαφέρον στο κατά τα άλλα χλομό "Someone Like You" (2001) ως ο γυναικοκατακτητής Eddie, συγκάτοικος και συνεργάτης της Ashley Judd. Έπαιξε τον ταλαντούχο hacker στο "Swordfish" (2001) δίπλα στον John Travolta και την συμπρωταγωνίστριά του στους "X-Men" Halle Berry. Και γοήτευσε τον γυναικοπληθυσμό με τους ετεροχρονισμένους «καλούς του τρόπους» απέναντι στη Meg Ryan στην ρομαντική κομεντί "Kate & Leopold" (2001).
Ο Jackman φόρεσε ξανά τις μεταλλικές δαγκάνες και τις φαβορίτες του Wolverine για το "X2" (2003), το εξαιρετικό sequel των "X-Men" όπου στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων δίπλα σε ηθοποιούς του διαμετρήματος των Ian McKellen και Patrick Stewart, και ξεχώρισε μέσα από ένα εκπληκτικό cast που συμπεριλάμβανε για άλλη μια φορά τις Halle Berry και Famke Janssen. Την ίδια χρονιά επέστρεψε στο αγαπημένο του Θέατρο, στην μουσικοχορευτική παραγωγή του Broadway "The Boy from Oz" στο ρόλο του showman Peter Allen. Για την εμφάνισή του ο Jackman έλαβε μεταξύ άλλων το βραβείο Tony στην κατηγορία Best Actor in a Musical και προκάλεσε διθυραμβικές κριτικές όπως εκείνη του ακρογωνιαίου λίθου της σεναριογραφίας William Goldman ο οποίος είπε στο Variety “πηγαίνω στο θέατρο για 60 και κάτι χρόνια. Ήμουν εκεί για τον Brando και το «Λεωφορείο Πόθος». Αλλά τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για τον Hugh Jackman”.
Αν και ο "Van Helsing" (2004) απογοήτευσε το κοινό, δεν ήταν ακριβώς λάθος του Hugh Jackman (ως Dr. Abraham Van Helsing) αλλά μάλλον της Universal και του Stephen Sommers που θέλησαν να φτιάξουν ένα thriller με περισσότερα τέρατα απ’ όσα μπορούσε να χωρέσει η οθόνη ή τα στομάχια των θεατών μαζί (το τέρας του Frankenstein, ο Wolfman, ο Mr Hyde και o Κόμης Δράκουλας, καθώς και αρκετοί βρικόλακες μεταξύ άλλων). Ο Jackman επέστρεψε το 2006 ξανά με τον Wolverine, για το τρίτο sequel της σειράς: “X-Men: The Last Stand”. Αυτή τη φορά σε σκηνοθεσία Brett Ratner, η ιστορία θέτει ένα «δίλημμα» για τους μεταλλαγμένους καθώς τους παρουσιάζεται η ευκαιρία να δεχθούν τη «θεραπεία»: θα κρατήσουν την μοναδικότητά τους, ή θα εγκαταλείψουν τις υπερδυνάμεις τους για να γίνουν αρεστοί στην ανθρώπινη κοινωνία;
Το 2006 ακολούθησαν ούτε λίγο, ούτε πολύ, άλλες τέσσερις ταινίες για τον Αυστραλό σταρ. Επέδειξε πόσο προσαρμοστικός είναι στο “Scoop” (2006) του Woody Allen δίπλα στην Scarlett Johansson, παίζοντας έναν γοητευτικό Βρετανό playboy, ύποπτο για μια σειρά από δολοφονίες που τρομοκρατούν το Λονδίνο. Στο “Prestige” (2006) του Christopher Nolan έλαμψε δίπλα στον Christian Bale κάνοντας τη μάχη ανάμεσα στους δυο μάγους μια από τις συναρπαστικότερες περιπέτειες των τελευταίων ετών. «Ελάφρυνε» λίγο την ατμόσφαιρα με τη συμμετοχή του στην ταινία κινουμένων σχεδίων “Happy Feet” (2006) πριν αναλάβει και πάλι δράση στο εκπληκτικό (αν και για πολλούς μπερδεμένο) “Fountain” (2006) του Darren Aronofsky, αναλαμβάνοντας τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια αντικομφορμιστική Οδύσσεια για την ανακάλυψη της πηγής της αιώνιας ζωής.
Αν και το “Deception” (2008) δίπλα στον Ewan McGregor απογοήτευσε κοινό και κριτικούς, ο Hugh Jackman επέστρεψε στις επικές διαστάσεις με το “Australia” (2008) του Baz Luhrman, ένα πλούσιο, σαρωτικό ιστορικό δράμα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με συμπρωταγωνίστρια την Nicole Kidman σε έναν ρόλο που θα μπορούσε να κάνει κάθε γυναίκα στο κοινό του να λιποθυμήσει για χάρη του.
Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε με την ανακήρυξη του από το περιοδικό People ως “Sexiest Man Alive” για το 2008. Έχοντας ήδη ψηφιστεί από το ίδιο περιοδικό ως ένας από τους "50 Πιο Όμορφους Ανθρώπους στον Κόσμο" για 5 χρόνια στη σειρά (2000-2004), ο Hugh Jackman αποδεικνύει εκ νέου ότι μερικές φορές το ταλέντο και η γοητεία πάνε μαζί, και πως όταν αυτός ο συνδυασμός πετύχει, είναι σχεδόν αδύνατον να του αντισταθεί κανείς.